- μέλωμα
- το [μελώνω]1. περίχυμα με μέλι2. η πύκνωση ρευστού ποτού, το να καθίσταται ένα ποτό παχύρρευστο όπως το μέλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλωμα — το, ατος το να γίνει κάτι σαν μέλι: Το μέλωμα των φρούτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)